- λειμονίτης
- Σιδηρομετάλλευμα, το πιο διαδεδομένο πάνω στον φλοιό της Γης. Προέρχεται από την εξαλλοίωση άλλων ορυκτών που περιέχουν σίδηρο και ορίζεται χημικά ως υδροξείδιο του σιδήρου, με ποικίλη περιεκτικότητα σε νερό, FeO(ΟΗ). Ο προσδιορισμός του λ. δεν είναι εφικτό να προσδιοριστεί με ακρίβεια· πρόκειται για ένα μείγμα άλλων ορυκτών, όπως γκετίτη και λεπιδοκροκίτη. Ο λ. είναι άμορφος (μη κρυσταλλικός) και εμφανίζεται σε συμπαγείς μικροκοκκώδεις σχηματισμούς, με σκούρο καφέ χρώμα. Παρουσιάζει επίσης διάφορες μορφές συσσωματωμάτων, όπως σταλακτιτικά, νεφροειδή ή βοτρυοειδή (συνηθέστερα με μαύρο χρώμα και λαμπρή επιφάνεια). Η σκληρότητά του στην κλίμακα των ορυκτών είναι 5-5,5 και η πυκνότητά του 2,7-4,3 gr/cm3. Οι εύθρυπτες ζωηρές παραλλαγές του περιέχουν άργιλο και αποτελούν την κίτρινη ώχρα. Ο λ. στο παρελθόν ήταν πηγή σιδήρου, τελευταία όμως δεν χρησιμοποιείται συχνά για τον σκοπό αυτό, επειδή συνήθως περιέχει ανεπιθύμητες φωσφορούχες προσμείξεις. Σημαντικά κοιτάσματα λ. βρίσκονται στην Αγκόλα, στη Βραζιλία, στον Καναδά, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ινδία. Στην Ελλάδα απαντά στο Λαύριο, όπου αποτελεί το κυριότερο συστατικό των σιδηρομαγγανιούχων μεταλλευμάτων, στη Βοιωτία, στη Σέριφο και στη Σκύρο.
Ο λειμονίτης προέρχεται από την εξαλλοίωση άλλων ορυκτών και από αυτόν εξάγεται κυρίως ο σίδηρος.
Δείγμα λειμονίτη· αποτελεί το πιο διαδεδομένο σιδηρομετάλλευμα πάνω στον γήινο φλοιό.
* * *ο(ορυκτ.) ένυδρο ορυκτό οξείδιο τού σιδήρου το οποίο συγκαταλέγεται στα κύρια ορυκτά τού σιδήρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. limonite < γερμ. Limonit < λειμών. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.